- τυπωτικός
- -ή, -ό / τυπωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τυπῶ]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύπωση, στην εκτύπωση2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυπωτικάα) η δαπάνη για εκτύπωσηβ) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών δαπανών για την έκδοση ενός εντύπουαρχ.1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να δώσει μορφή ή σχήμα σε κάτι2. αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου, εικονικός3. φρ. «τυπωτικοὶ λόγοι»(με παθ. σημ.) λόγοι που αποτελούν περιγραφές ορατών αντικειμένων (Προκλ.).επίρρ...τυπωτικῶς Αμε τυπωτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.