τυπωτικός

τυπωτικός
-ή, -ό / τυπωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τυπῶ]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύπωση, στην εκτύπωση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυπωτικά
α) η δαπάνη για εκτύπωση
β) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών δαπανών για την έκδοση ενός εντύπου
αρχ.
1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να δώσει μορφή ή σχήμα σε κάτι
2. αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου, εικονικός
3. φρ. «τυπωτικοὶ λόγοι»
(με παθ. σημ.) λόγοι που αποτελούν περιγραφές ορατών αντικειμένων (Προκλ.).
επίρρ...
τυπωτικῶς Α
με τυπωτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυπωτικός — able to form masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυπωτικά — τυπωτικός able to form neut nom/voc/acc pl τυπωτικά̱ , τυπωτικός able to form fem nom/voc/acc dual τυπωτικά̱ , τυπωτικός able to form fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικῶν — τυπωτικός able to form fem gen pl τυπωτικός able to form masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικόν — τυπωτικός able to form masc acc sg τυπωτικός able to form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικαῖς — τυπωτικός able to form fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικοῖς — τυπωτικός able to form masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικούς — τυπωτικός able to form masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτική — τυπωτικός able to form fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπωτικήν — τυπωτικός able to form fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”